γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
κιρσοτομῶ, -έω (Α)αφαιρώ τους κιρσούς με εγχείρηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < κιρσός + -τομῶ (< -τόμος < τέμνω), πρβλ. δενδρο-τομώ, φλεβο-τομώ].