φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
κοιλιοφορῶς (Α)
επίρρ. (για τη Θεοτόκο) μεταφέροντας στην κοιλιά, μέσα στην κοιλιά («ἡ τὴν ἀστραπήν ἔνδον κοιλιοφορῶς βαστάσασα», Επιφάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο κοιλιο-φόρος < κοιλ-ία + -φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. στεφανη-φόρος, τροπαιο-φόρος.