κλειδόχορδο

From LSJ
Revision as of 13:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source

Greek Monolingual

το
παλαιό μουσικό όργανο το οποίο είχε θεωρηθεί ως ο πρόγονος του πιάνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλείδα + -χορδο (< χορδή), πρβλ. βαθύ-χορδο, βαρύ-χορδο. Απόδοση στην ελλ. του γαλλ. clavecin. Η λ., στον λόγιο τ. κλειδόχορδον, μαρτυρείται από το 1844 στον Άνθιμο Νικολαΐδη].