κλαυσιώ
From LSJ
Greek Monolingual
κλαυσιῶ, -άω (Α)
1. κλαυσείω, επιθυμώ να κλάψω, έχω τη διάθεση να θρηνήσω
2. (μτφ. για πόρτα) τρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλαυσ- του κλαίω (πρβλ. μέλλ. κλαύσ-ω) + κατάλ. -ιάω / -ῶ, χαρακτηριστική τών εφετικών ρ. (πρβλ. ἀρχοντ-ιάω / -ῶ «επιθυμώ να γίνω άρχων», μαθητ-ιάω / -ῶ «επιθυμώ να μαθητεύσω»].