Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst
κολοβόχειρ: ειρος, ὁ, ἡ, ἠκρωτηριασμένος τὴν χεῖρα, Ἑβδ. (Λευ. ΚΑ΄, 17).
κολοβόχειρ, -ειρος, ὁ, ἡ (AM)
αυτός που έχει κολοβό χέρι ή χέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + χείρ (πρβλ. αριστερό-χειρ, καρτερό-χειρ)].