κοντομαχώ

From LSJ
Revision as of 13:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59

Greek Monolingual

κοντομαχώ (Μ)
αντιδρώ, «χτυπιέμαι» δεμένος σε ξύλινη ράβδο, σε κοντάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (ΙΙ) «κοντάρι» + -μαχῶ (< -μάχος < μάχη), πρβλ. ιππο-μαχώ, ναυ-μαχώ].