κοντομαχώ

From LSJ

Οὔκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ → No one is so foolish that they wish to die

Sophocles, Antigone, 220

Greek Monolingual

κοντομαχώ (Μ)
αντιδρώ, «χτυπιέμαι» δεμένος σε ξύλινη ράβδο, σε κοντάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (ΙΙ) «κοντάρι» + -μαχῶ (< -μάχος < μάχη), πρβλ. ιππομαχώ, ναυμαχώ].