κοντολογώ

From LSJ
Revision as of 13:46, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258

Greek Monolingual

-άω και κοντολογίζω (Μ κοντολογῶ, -άω)
νεοελλ.
μιλώ σύντομα, λέω κάτι με λίγα λόγια
μσν.
(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κοντολογημένος, -η, -ον
σύντομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο)- + -λογώ (< -λόγος < λόγος < λέγω), πρβλ. μωρο-λογώ, πολυ-λογώ].