κρανιοθηρία
From LSJ
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
η
(σε πρωτόγονους λαούς) το έθιμο της θήρας ανθρώπινων κεφαλών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρανίο + -θηρία (< -θηρῶ < -θήρας < θήρα), πρβλ. λαθρο-θηρία, φαλαινο-θηρία].