κρανοφόρος

Revision as of 13:55, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

-ο
αυτός που φορά κράνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράνος + -φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. δορυ-φόρος, τυφεκιο-φόρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Δημήτριο Αλ. Χαντσερή].