κρεοτομώ

From LSJ
Revision as of 13:58, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

κραδία δὲ φόβῳ φρένα λακτίζει → my heart knocks at my ribs

Source

Greek Monolingual

κρεοτομῶ, -έω (Μ)
κόβω το κρέας σε κομμάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + -τομῶ (< -τόμος < τέμνω), πρβλ. ρυμο-τομώ, υλο-τομώ].