Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel
[Seite 1509] lilienfarbig, Sp.
κρινόχρους, -ουν (Α)αυτός που έχει το χρώμα του κρίνου.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνον + -χρους (< χρώς «χρώμα»), πρβλ. θειό-χρους, σιτό-χρους].