κοραλλιογραφία

From LSJ
Revision as of 14:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source

Greek Monolingual

η
κλάδος της ζωολογίας που ασχολείται με τα κοράλλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοράλλιο + -γραφία (< -γραφώ < -γράφος < γράφω), πρβλ. δημοσιο-γραφία, υδατο-γραφία].