κυριοπρασία

From LSJ
Revision as of 14:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language

Source

German (Pape)

[Seite 1536] ἡ, das Verkaufen des Herrn, K. S.

Greek Monolingual

κυριοπρασία, ἡ (Α)
το πούλημα του Κυρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Κύριος + -πρασία (< πράτης από θ. πρα- του πιπράσκω), πρβλ. μισθο-πρασία].