κυρτοκάπηλος

From LSJ
Revision as of 14:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source

Greek (Liddell-Scott)

κυρτοκάπηλος: ὁ, πωλητὴς ἁλιευτικῶν σκευῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 9180.

Greek Monolingual

κυρτοκάπηλος, ὁ (Α)
ο πωλητής κυρτίδων, αλιευτικών διχτιών και σύνεργων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύρτος + κάπηλος «μικρέμπορος, μικροπωλητής» (πρβλ. ελαιο-κάπηλος, οινο-κάπηλος)].