λαγόχειλος

From LSJ
Revision as of 14:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source

Greek Monolingual

και λαγώχειλος, -η, -ο (Α λαγώχειλος, -ον)
1. αυτός που παρουσιάζει λαγοχειλία
2. το ουδ. ως ουσ. το λαγώχειλο(ν)
η λαγοχειλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. λαγός + χεῖλος (πρβλ. ισό-χειλος, παχύ-χειλος].