λαιμόδεσμος

From LSJ
Revision as of 14:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

τὸν πυλῶνα καὶ τὸ ἐν αὐτῷ ἐμπέτασμα → the parodos gateway with its curtain

Source

Greek Monolingual

ο
ναυτ. ναυτικός κόμβος που αποτελείται από δύο επάλληλους δεσμούς και που χρησιμοποιείται για την άρση ή μετακίνηση βαριών αντικειμένων, αλλ. λαιμοδέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + δεσμός (πρβλ. αλυσό-δεσμος, χειρό-δεσμος). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ηλ. Κανελλόπουλο].