λεοντιανός
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
English (LSJ)
ή, όν, Astrol., A born under the sign Leo, Cat.Cod.Astr.7.112.
Greek Monolingual
λεοντιανός, -ή, -όν (Α)
αυτός που γεννήθηκε στον αστερισμό του Λέοντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέων, -οντος + επίθημα -ιανός (πρβλ. αιγοκερ-ιανός, ταυρ-ιανός)].