ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head
και, ορθ., λιμνήτις, ηζωολ. γένος βδελλών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. limnetis < νεολατ. limnetis < λιμνήτης.