λοιμόβλητος

From LSJ
Revision as of 14:31, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που προσβλήθηκε από τον λοιμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοιμός + -βλητος (< βάλλω), πρβλ. α-πυρό-βλητος, μυρό-βλητος. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν νομοτεχνικόν ιταλοελληνικόν].