λοξόδρομος

From LSJ
Revision as of 14:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει λοξή κατεύθυνση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + δρόμος (πρβλ. μονό-δρομος, στενό-δρομος].