ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing
λαμπρόσπορος, -ον (Μ)αυτός που κατάγεται από ένδοξο γένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + -σπόρος (< σπείρω), πρβλ. θεό-σπορος].