μαντείος

From LSJ
Revision as of 14:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand

Menander, Monostichoi, 403

Greek Monolingual

μαντεῑος, -ον, θηλ. και -εία, ιων. τ. μαντήϊος, -η, -ον (Α)
1. (ποιητ. τ.) μαντικός, προφητικός
2. αυτός που ανήκει στον μάντη ή χρησιμοποιείται από τον μάντη
3. φρ. α) «μαντεῑος ἄναξ» — ο Απόλλων
β) «μαντεία σποδός» — η τέφρα που υπήρχε πάνω στον βωμό (Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάντις + κατάλ. -εῖος (πρβλ. οικ-είος, χαλκ-είος)].