μαλβώδη
From LSJ
ἐν πίθῳ τὴν κεραμείαν μανθάνειν → in breaking many pots, the potter learns his craft | of those who undertake the most difficult tasks without learning the elements of the art | don't run before you can walk
ἐν πίθῳ τὴν κεραμείαν μανθάνειν → in breaking many pots, the potter learns his craft | of those who undertake the most difficult tasks without learning the elements of the art | don't run before you can walk
τα
βοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, με 9 οικογένειες και 3.000 περίπου είδη, που απαντούν σε ολόκληρη τη Γη, εκτός της Αρκτικής, αλλ. μαλαχώδη ή στυλοφόρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. επιστημ. όρου, πρβλ. αγγλ. malvales < νεολατ. malvales].