μεσημεριανός
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
Greek Monolingual
και μεσημερινός και μεσημερνός, -ή, -ό (Μ μεσημερινός, -ή, -όν, θηλ. και μεσημερινού και μεσημερνού)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μεσημέρι, αυτός που γίνεται το μεσημέρι, μεσημβρινός, μεσημεριάτικος («μεσημεριανό φαγητό»)
μσν.
το θηλ. ως ουσ. ἡ μεσημερινή
η ανυπόληπτη γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. μεσημέρι + -(ι)ανός> μεσημεριανός (πρβλ. αυριανός)
ο. τ. μεσημερινός < μεσημέρι + -ινός (πρβλ. σημερινός), ενώ ο τ. μεσημερνός με συγκοπή του φωνήεντος -ι- (πρβλ. σημερνός)].