μεσημέρι

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482

Greek Monolingual

το (ΑM μεσημέριον, Α δωρ. τ. μεσαμέριον, Μ μεσημέριν και μεσομέριν και μισομέρι)
(το ουδ. ως επίρρ.) κατά το μέσο της ημέρας (α. «πᾷ δὴ τὸ μεσαμέριον πόδας ἕλκεις», Θεόκρ.
β. «το μεσημέρι θα ετοιμάσω τις βαλίτσες μου»)
νεοελλ.
1. συνεκδ. η προχωρημένη ή περασμένη ώρα της ημέρας («πήγε μεσημέρι κι ακόμη να ξυπνήσει»
2. φρ. «μάς πήρε το μεσημέρι» — αργήσαμε, καθυστερήσαμε
3. παροιμ. «μεσημέρι τά μπάζω, μεσημέρι τά βγάζω, τί έχουν τα έρμα και ψοφούν;» — λέγεται για τους νωθρούς ανθρώπους οι οποίοι, ενώ δυστυχούν από δική τους υπαιτιότητα, δεν συνειδητοποιούν την κατάστασή τους
νεοελλ.-μσν.
1. το μέσο της ημέρας, η ώρα που μεσουρανεί ο Ήλιος, η δωδέκατη ώρα της ημέρας («πέρασε το μεσημέρι κι ακόμη δεν φάγαμε»)
2. φρ. «κάνω κάτι μέρα μεσημέρι» — κάνω κάτι κατά τη διάρκεια της ημέρας και έτσι γίνεται ολοφάνερη η ενέργειά μου («τή λήστεψε μέρα μεσημέρι»)
μσν.
ο νότιος άνεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μεσημέρι είναι μεταγενέστερος (Θεόκριτος), σύνθετο εκ συναρπαγής από τη φρ. μέση ἀμέρα].