μελιγηθής

From LSJ
Revision as of 15:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167

Greek Monolingual

-ές (Α μελιγηθής και δωρ. τ. μελιγαθής, -ές)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο μελιγηθής
ζωολ. γένος εντόμων της οικογένειας nitidulidae, που περιλαμβάνει είδη εντόμων μικρού ή πολύ μικρού μεγέθους
αρχ.
αυτός που είναι γλυκός και ευφραίνει σαν το μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + -γηθής (< γῆθος < γηθῶ «ευφραίνω»), πρβλ. πλουτο-γηθής, πολυ-γηθής)].