μεταλλευτήρ

From LSJ
Revision as of 15:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219

German (Pape)

[Seite 149] ῆρος, ὁ, = Folgdm, ὀδούς, Paul. Sil. Ecphr. 204.

Greek Monolingual

μεταλλευτήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
μεταλλευτής, μεταλλωρύχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταλλεύω + επίθημα -τήρ (πρβλ. μεταλλακ-τήρ)].