μητρότεκνος
Greek (Liddell-Scott)
μητρότεκνος: ἡ, ἡ μήτηρ ἅμα καὶ τέκνον οὖσα, Θεόδ. Στουδ. σ. 80, ἔκδ. Mi.
Greek Monolingual
μητρότεκνος, ἡ (Α)
μητέρα και τέκνο ταυτοχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -τεκνος (< τέκνον < τίκτω), πρβλ. καλλί-τεκνος, μισότεκνος.