μισθάργος
From LSJ
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
μισθάργος και μισθαργός και μισταργός και μισθεργός, ὁ (Μ)
1. μισθωτός υπηρέτης
2. υβριστ. μισθοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μισθεργός < μισθός + -εργός (< ἔργον), απ-εργός πρβλ. κωλυσι-εργός. Οι τ. μισθαργός, μισθάργος, μισταργός είναι ιδιωματικοί και πιθ. εσφαλμένοι].