Πρὸς εὖ λέγοντας οὐδὲν ἀντειπεῖν ἔχω → Loquenti bene, quod contradicam, habeo nihil → Wenn einer gut spricht, kenn' ich keinen Widerspruch
μισθάργος και μισθαργός και μισταργός και μισθεργός, ὁ (Μ)
1. μισθωτός υπηρέτης
2. υβριστ. μισθοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μισθεργός < μισθός + -εργός (< ἔργον), απ-εργός πρβλ. κωλυσι-εργός. Οι τ. μισθαργός, μισθάργος, μισταργός είναι ιδιωματικοί και πιθ. εσφαλμένοι].