μοντέρνος

Revision as of 15:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-α, -ο
1. αυτός που ακολουθεί πιστά τη μόδα και κάθε είδους νεωτερισμό
2. αυτός που είναι ή γίνεται σύμφωνα με τη μόδα, νεωτεριστικός
3. αυτός που έχει σύγχρονες αντιλήψεις
4. φρ. «μοντέρνα τέχνη» — η τέχνη που τείνει προς την υπέρβαση της παράδοσης και προς την καινοτομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για διεθνή λ. (πρβλ. αγγλ. modern, γαλλ. moderne, γερμ. modern), που προήλθε από το υστερολατ. modernus < modo «πρόσφατα, τελευταία» (αφαιρετική πτώση του ουσ. modus «τρόπος - μέτρο»). Ο τ. modernus σχηματίστηκε αναλογικά προς το hodiernus «σημερινός» < hodie «σήμερα»].