ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off
μονόσωμος, -ον (Α)αυτός που προορίζεται για ένα μόνο σώμα («κοιμητήριον μονόσωμον», επιγρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -σωμος (< το θ. της ονομ. της λ. σώμα -ατος), πρβλ. μεγαλό-σωμος].