[Seite 206] ές, allein erscheinend, allein sichtbar, Paul. Sil. ecphr. 423.
μονοφᾰνής: -ές, ὁ μόνος ὁρατός, Παύλ. Σιλ. Ἔκφρ. 423.
μονοφανής, -ές, ιων. μουνοφανής (Α)ο μόνος φαινόμενος, ο μόνος ορατός.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -φανής< φαίνομαι), πρβλ. δια-φανής].