πολλὰς ἂν εὕροις μηχανάς· γυνὴ γὰρ εἶ → you will find many ruses: you are a woman
-ές, Α1. αυτός που μιλά με χρηστότητα, που λέει χρηστά λόγια2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χρηστοεπέςη χρηστοέπεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρηστός + -επής (< ἔπος «λόγος»), πρβλ. ἀμετρο-επής].