χωρατατζής

Revision as of 15:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

ο, θηλ. χωρατατζού, Ν
άτομο που έχει την ικανότητα ή που συνηθίζει να λέει χωρατά, να κάνει αστεϊσμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χωρατά + κατάλ. -τζής (πρβλ. καφε-τζής, πλακα-τζής)].