ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread
-η, -ο / ψιλούτζικος, -η, -ον, ΝΜκάπως ψιλός, αρκετά ψιλός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + υποκορ. κατάλ. -ούτσικος (πρβλ. μεγαλ-ούτσικος)].