οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island
ψεφαῖος: -α, -ον, = τῷ ἑπομ., ψευφαῖον τὸ σκοτῶδες Ψελλ. ἐν Boiss. Ἀνεκδ. τ. 3, σ. 228.
-αία, -ον, Αψεφαρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψέφας «σκοτάδι» + κατάλ. -αῖος (πρβλ. μοιρ-αίος)].