ψεφαῖος

From LSJ

τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν περινοέωmeditate empire

Source

Greek (Liddell-Scott)

ψεφαῖος: -α, -ον, = τῷ ἑπομ., ψευφαῖον τὸ σκοτῶδες Ψελλ. ἐν Boiss. Ἀνεκδ. τ. 3, σ. 228.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
ψεφαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψέφας «σκοτάδι» + κατάλ. -αῖος (πρβλ. μοιραίος)].

German (Pape)

ψεφαρός, Vetera Lexica.