ψυχρόμετρο

From LSJ
Revision as of 15:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source

Greek Monolingual

το, Ν
(μετεωρ.) όργανο για τον προσδιορισμό της υγρομετρικής κατάστασης του ατμοσφαιρικού αέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. psychrometre (< ψυχρός + μέτρο), η οποία μαρτυρείται από το 1891 στο περιοδικό Προμηθεύς.