ψωνίζω
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
Greek Monolingual
και ψουνίζω Ν
1. αγοράζω τρόφιμα ή διάφορα άλλα είδη («ψώνισα φρούτα από τη λαϊκή»)
2. μτφ. παίρνω μαζί μου γυναίκα του δρόμου για να διασκεδάσω
3. φρ. α) «τήν ψωνίζω» — τρελαίνομαι
β) «ψωνίζω από σβέρκο» — βλ. σβέρκος
γ) «πού τον ψώνισες αυτόν;»
ειρων. πού τον βρήκες, πού τον πέτυχες;
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ὀψωνίζω < ὀψώνης «αγοραστής τροφίμων», με σίγηση του αρκτικού άτονου ο- (πρβλ. ὀμμάτιον: μάτι)].