ψωμάς

From LSJ
Revision as of 15:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482

Greek Monolingual

ο, θηλ. ψωμάδαινα, Ν
1. αρτοποιός
2. ψωμοφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψωμί + κατάλ. -άς (πρβλ. γαλατ-άς)].