ἑτοιμοπενθής
From LSJ
Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn
German (Pape)
[Seite 1052] ές, zur Trauer geneigt, S.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτοιμοπενθής: -ές, ἑτοίμως πενθῶν, εὐαίσθητος εἰς λύπας, Νικήτας Εὐγεν. 9. 192.
Greek Monolingual
ἑτοιμοπενθής, -ές (Μ)
ο ευαίσθητος στα πένθη, στις λύπες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -πενθής (< πένθος), πρβλ. βαρυ-πενθής].