Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
Full diacritics: ἡδοσύνη | Medium diacritics: ἡδοσύνη | Low diacritics: ηδοσύνη | Capitals: ΗΔΟΣΥΝΗ |
Transliteration A: hēdosýnē | Transliteration B: hēdosynē | Transliteration C: idosyni | Beta Code: h(dosu/nh |
ἡ,= ἡδονή, Dor. ἁδοσύνᾱ, Hsch.
ἡδοσύνη: ἡ, = ἡδονή, Δωρ. ἁδ- παρ’ Ἡσύχ.· πρβλ. πημονή, πημοσύνη.
ἡδοσύνη, δωρ. τ. ἁδοσύνα, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) ηδονή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδονή, αναλογικά προς τα θηλυκά σε -σύνη (πρβλ. ευφροσύνη)].