ἀσίδα
From LSJ
πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται → for everyone who exalts himself will be humbled, and he who humbles himself will be exalted (Luke 14:11)
English (LSJ)
ἡ, = Hebr.
A ḥasidhah, stork, LXX Jb.39.13, Je.8.7: cf. ἄσιδον· ἐρωδιός, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσίδα: ἡ, = πελαργός, κοιν. «λελέκι», κατ’ ἄλλους ἐρωδιός, Ἑβδ. (Ἱερ. η΄, 7).
Spanish (DGE)
ἡ
transcr. del n. hebr. ḫasīdhāh, cigüeña LXX Ib.39.13, Ie.8.7, cf. ἀσίδα· ἐρῳδιόν Hsch.
Greek Monolingual
ἀσίδα, η (Α)
ο πελαργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνειο σημιτικής προελεύσεως (πρβλ. εβρ. hasidhgah)].