ἡμισύθλαστος

Revision as of 16:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ον, A half-crushed, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμισύθλαστος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ τεθλασμένος, ἡμίθλαστος, Ἡσυχ.

Greek Monolingual

ἡμισύθλαστος, -ον (Α)
κατά το ήμισυ τεθλασμένος, μισοσπασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήμισυς + θλαστός (< θλω «σπάω»), πρβλ. εύ-θλαστος, κεφαλό-θλα-στος].