Revision as of 17:46, 23 August 2021 by Spiros(talk | contribs)(Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
-ές αυτός που έχει σχήμα ημισελήνου, μηνοειδής. επίρρ... ημισεληνοειδώς με σχήμα ημισεληνοειδές. [ΕΤΥΜΟΛ.<ημισέληνος+ -ειδής (<είδος), πρβλ. δυσειδής, ωοειδής. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Αθανάσιο Σ. Κουμανούδη].