ημεροθαλλής
From LSJ
Greek Monolingual
ἡμεροθαλλής ή ήμεροθηλής, -ές (Α)
αυτός που βλαστάνει μέρα με τη μέρα, σιγά σιγά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + -θαλλής (< θάλ-λω), πρβλ. αθαλλής, ιεροθαλλής].
ἡμεροθαλλής ή ήμεροθηλής, -ές (Α)
αυτός που βλαστάνει μέρα με τη μέρα, σιγά σιγά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + -θαλλής (< θάλ-λω), πρβλ. αθαλλής, ιεροθαλλής].