ευχανδής
From LSJ
Πρᾶττε τὰ σαυτοῦ, μὴ τὰ τῶν ἄλλων φρόνει → Tuas res age; alienas ne curaveris → Tu deine Pflicht, um die der andren sorg' dich nicht
Greek Monolingual
εὐχανδής, -ές (Α)
ευρύχωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -χανδής (< χαίνω), πρβλ. ευρυχανδής, περιχανδής].