τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together
εὐχανδής, -ές (Α)ευρύχωρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -χανδής (< χαίνω), πρβλ. ευρυχανδής, περιχανδής].