ευχανδής

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source

Greek Monolingual

εὐχανδής, -ές (Α)
ευρύχωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -χανδής (< χαίνω), πρβλ. ευρυχανδής, περιχανδής].